ὑΐδιον: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑΐδιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του <i>ὗς</i>, σε Ξεν. <b>II.ὑΐδιον</b>, <i>τό</i>, υποκορ. του [[υἱός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑΐδιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του <i>ὗς</i>, σε Ξεν. <b>II.ὑΐδιον</b>, <i>τό</i>, υποκορ. του [[υἱός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑΐδιον:''' <b class="num">I</b> и [[υἵδιον]] τό [[υἱός]] сынок, сыночек Arph.<br /><b class="num">II</b> τό [ὗς] свинка, поросенок Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
(A), τό, Dim. of ὗς, X.Mem.1.2.30 codd., IG12.38.12 (prob.);
A v. ὕδιον.
ὑΐδιον (B), τό, Dim. of υἱός, Ar.V.1356 (so cod. R, not υἱίδιον).
Greek (Liddell-Scott)
ὑΐδιον: (ἢ ὑἵδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ὗς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cochon.
Étymologie: ὗς.
Greek Monolingual
(I)
και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α υἱός
υποκορ. μικρός γιος.———————— (II)
τὸ, Α ὗς
υποκορ. μικρός χοίρος.
Greek Monotonic
ὑΐδιον: τό,
I. υποκορ. του ὗς, σε Ξεν. II.ὑΐδιον, τό, υποκορ. του υἱός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑΐδιον: I и υἵδιον τό υἱός сынок, сыночек Arph.
II τό [ὗς] свинка, поросенок Xen.