φιλοκυδής: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοκῡδής:''' -ές ([[κῦδος]]), αυτός που αγαπά τη [[δόξα]] ή τη [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''φῐλοκῡδής:''' -ές ([[κῦδος]]), αυτός που αγαπά τη [[δόξα]] ή τη [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοκῡδής:''' любящий славу или пышность, т. е. роскошный ([[ἥβη]], [[κῶμος]] HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A loving glory, glorious, ἥβη, κῶμος, h.Merc.375,481.
German (Pape)
[Seite 1281] ές, Ruhm u. Ehre liebend, Herrlichkeit u. Freude liebend, ἥβη, κῶμος, H. h. Merc. 375. 481.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκῡδής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τό κῦδος, τὴν δόξαν ἢ φήμην, ἥβη, κῶμος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 375, 481.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime la gloire, le bruit.
Étymologie: φίλος, κῦδος.
Greek Monolingual
-ές, Α
φιλόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κυδής (< κῦδος, τὸ «φήμη, δόξα»), πρβλ. ἐρι-κυδής].
Greek Monotonic
φῐλοκῡδής: -ές (κῦδος), αυτός που αγαπά τη δόξα ή τη μεγαλοπρέπεια, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκῡδής: любящий славу или пышность, т. е. роскошный (ἥβη, κῶμος HH).