φιλέρημος: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέρημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά την [[ερημιά]], την [[μοναξιά]] (α. «και δεν έμεινε [[μήτε]] ένα [[κλωνάρι]], φιλέρημο [[πουλάκι]] να καθίσει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[φιλέρημος]] γὰρ ἡ [[θεία]] [[σοφία]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔρημος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[φιλέρημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά την [[ερημιά]], την [[μοναξιά]] (α. «και δεν έμεινε [[μήτε]] ένα [[κλωνάρι]], φιλέρημο [[πουλάκι]] να καθίσει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[φιλέρημος]] γὰρ ἡ [[θεία]] [[σοφία]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔρημος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλέρημος:''' любящий одиночество, нелюдимый Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fond of solitude, Hp.Ep.12, Lyr.Alex.Adesp.7.10, Ph.1.490,506, Corn.ND30, Orph.H.56.2, Vett.Val.43.14, AP5.8 (Rufin.), 9.373.
German (Pape)
[Seite 1276] die Einsamkeit liebend, gern allein, ἡ, Rufin. 25 (V, 9).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέρημος: -ον, φίλος τῆς ἐρημίας, Ἱππ. σ. 1275. 37, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 2, Ἀνθ. Π. 5. 9., 9. 373, Φίλων, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλέρημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ερημιά, την μοναξιά (α. «και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, φιλέρημο πουλάκι να καθίσει», Σολωμ.
β. «φιλέρημος γὰρ ἡ θεία σοφία», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔρημος].
Russian (Dvoretsky)
φιλέρημος: любящий одиночество, нелюдимый Anth.