φρυαγμοσέμνακος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρυαγμοσέμνᾰκος:''' -ον, [[ακόλαστος]] και [[αλαζόνας]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''φρυαγμοσέμνᾰκος:''' -ον, [[ακόλαστος]] και [[αλαζόνας]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρυαγμοσέμνᾰκος:''' ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.
German (Pape)
[Seite 1310] unbändig stolz, kom. Wort von einem Menschen, der mit unbändigem Uebermuthe den Schein der Gravität verbindet, τρόπος, Ar. Vesp. 135; alte f. L. ist ὀφρυαγμοσέμνακος.
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, γαῦρος καὶ ἀλαζὼν ἢ ἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ἔχων τρόπους φρ., λέξις χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. φρύαγμα ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la fois hautain et solennel, d’une morgue prétentieuse.
Étymologie: φρυαγμός, σεμνός.
Greek Monolingual
-ον, Α αγέρωχος και αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα + σεμνός + επίθημα -ακος (πρβλ. τριβ-ακός)].
Greek Monotonic
φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, ακόλαστος και αλαζόνας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρυαγμοσέμνᾰκος: ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.).