φορηδόν: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φορηδόν:''' επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ. | |lsmtext='''φορηδόν:''' επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φορηδόν:''' adv. (= [[φοράδην]]) неся на руках: φ. μετακομίζειν τινά Luc. переносить кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A bearing like a bundle, φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21.
German (Pape)
[Seite 1300] adv., wie φοράδην, im Tragen, getragen, Luc. Tim. 21.
Greek (Liddell-Scott)
φορηδόν: Ἐπίρρ., = φοράδην, «σηκωτά», «κουβαλητά», φ. ἄρασθαί τι Λουκ. Τίμ. 21.
French (Bailly abrégé)
adv;
c. φοράδην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σηκωτά, φοράδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
φορηδόν: επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φορηδόν: adv. (= φοράδην) неся на руках: φ. μετακομίζειν τινά Luc. переносить кого-л.