χαλκοστέφανος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που είναι [[στεφανωμένος]] με χαλκό, [[τέμενος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''χαλκοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που είναι [[στεφανωμένος]] με χαλκό, [[τέμενος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοστέφᾰνος:''' увенчанный медной кровлей или медным карнизом ([[τέμενος]] ap. Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:53, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bronze-crowned, τέμενος Epigr. ap. D.S. 11.14.
German (Pape)
[Seite 1332] mit Erz bekränzt, umgeben, τέμενος Ep. ad. 143 (App. 242) bei D. Sic. 11, 14.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοστέφᾰνος: -ον, ὁ χαλκῷ ἐστεμμένος, τέμενος Ἀνθολ. Παλατ. παράρτ. 242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné d’airain (temple).
Étymologie: χαλκός, στέφανος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + στέφανος (πρβλ. κισσο-στέφανος, χρυσο-στέφανος)].
Greek Monotonic
χαλκοστέφᾰνος: -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοστέφᾰνος: увенчанный медной кровлей или медным карнизом (τέμενος ap. Diod.).