φυκιόεις: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῡκῐόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] φύκια, [[φυκώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''φῡκῐόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] φύκια, [[φυκώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῡκιόεις:''' όεσσα, όεν [[φῦκος]] полный водорослей ([[θίς]] Hom.; [[ἀϊών]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 1 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν,
A full of seaweed, weed-strewn, θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693; ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14, cf. 21.10.
German (Pape)
[Seite 1312] όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
plein d’algues.
Étymologie: φυκίον.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
καλυμμένος με φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ι-όεις (βλ. λ. -όεις) αντί του αναμενόμενου φυκ-όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ-ιόεις: τεῖχος, τερμ-ιόεις: πιθ. τέρμα.
Greek Monotonic
φῡκῐόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος φύκια, φυκώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
φῡκιόεις: όεσσα, όεν φῦκος полный водорослей (θίς Hom.; ἀϊών Theocr.).