Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσόκομος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόκομος:''' -ον, = το επόμ., σε Ανθ.· αυτός που έχει [[χρυσή]] [[κόμη]], [[χρυσόξανθος]], λέγεται για πουλιά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''χρῡσόκομος:''' -ον, = το επόμ., σε Ανθ.· αυτός που έχει [[χρυσή]] [[κόμη]], [[χρυσόξανθος]], λέγεται για πουλιά, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόκομος:''' <b class="num">1)</b> златокудрый ([[Ἀπόλλων]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> золотого цвета, золотистый (τά πτερά Her.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόκομος Medium diacritics: χρυσόκομος Low diacritics: χρυσόκομος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: chrysókomos Transliteration B: chrysokomos Transliteration C: chrysokomos Beta Code: xruso/komos

English (LSJ)

ον,

   A golden-haired, AP6.264 (Mnasalc.); of the plumage of birds, χ. πτέρα Hdt.2.73.

German (Pape)

[Seite 1381] 1) goldhaarig, Apollon, Mnasalc. 3 (VI, 264). – 2) übh. goldfarbig, πτερά Her. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόκομος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κόμην, Ἀνθ. Π. 6. 264· ἐπὶ τῶν πτερῶν τῶν πτηνῶν, χρ. πτερὰ Ἡρόδ. 2. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux plumes d’or.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Spanish

que tiene cabellos de oro

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος].

Greek Monotonic

χρῡσόκομος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.· αυτός που έχει χρυσή κόμη, χρυσόξανθος, λέγεται για πουλιά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόκομος: 1) златокудрый (Ἀπόλλων Anth.);
2) золотого цвета, золотистый (τά πτερά Her.).