χρυσίς: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]], χρυσό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.
|lsmtext='''χρῡσίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]], χρυσό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;<br /><b class="num">3)</b> расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίς Medium diacritics: χρυσίς Low diacritics: χρυσίς Capitals: ΧΡΥΣΙΣ
Transliteration A: chrysís Transliteration B: chrysis Transliteration C: chrysis Beta Code: xrusi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a.    II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vase d’or;
2 vêtement brodé d’or;
3 chaussure brodée d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].

Greek Monotonic

χρῡσίς: -ίδος, ἡ,
I. χρυσή φιάλη, χρυσό σκεύος, σε Αριστοφ.
II. χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσίς: ίδος ἡ1) золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);
2) шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;
3) расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).