ᾠδοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ᾠδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ᾠδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ᾠδοποιός:''' ὁ сочинитель песен, лирический поэт Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
όν,
A making songs or odes, Theoc.Ep.17.4.
German (Pape)
[Seite 1408] Lieder machend, dichtend, Theocr. 15 (IX, 599).
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ᾠδάς, ᾀσματοποιός, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 16. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait des chants, des chansons, poète lyrique.
Étymologie: ᾠδή, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που συνθέτει ωδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + -ποιός].
Greek Monotonic
ᾠδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ᾠδοποιός: ὁ сочинитель песен, лирический поэт Theocr.