δελεάρπαξ: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δελεάρπαξ:''' ᾰγος adj. хватающий приманку ([[πέρκη]] Anth.). | |elrutext='''δελεάρπαξ:''' ᾰγος adj. хватающий приманку ([[πέρκη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] die het aas wegrukt. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
αγος, ὁ, ἡ,
A snapping at the bait, πέρκη AP7.504.3 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 544] αγος, den Köder wegschnappend, Leon. Tar. 98 (VII, 504).
Greek (Liddell-Scott)
δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, ὁ τὸ δέλεαρ μεθ’ ὁρμῆς ἁρπάζων, πέρκης Ἀνθ. Π. 7. 504.
French (Bailly abrégé)
αγος (ὁ, ἡ)
qui saisit avidement l’appât.
Étymologie: δέλεαρ, ἁρπάζω.
Spanish (DGE)
-αγος que se engancha al cebo πέρκη AP 7.504 (Leon.).
Greek Monolingual
δελεάρπαξ (-άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ (-γος)].
Greek Monotonic
δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το δόλωμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δελεάρπαξ: ᾰγος adj. хватающий приманку (πέρκη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] die het aas wegrukt.