ζάπυρος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζάπῠρος:''' (ᾰ) огненный, пламенный (ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.).
|elrutext='''ζάπῠρος:''' (ᾰ) огненный, пламенный (ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=ζάπυρος -ον [ζα-, πῦρ] zeer vurig. Aeschl. PV 1084.
}}
}}

Revision as of 06:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάπῠρος Medium diacritics: ζάπυρος Low diacritics: ζάπυρος Capitals: ΖΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: zápyros Transliteration B: zapyros Transliteration C: zapyros Beta Code: za/puros

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (πῦρ)

   A very fiery, ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr feurig, Aesch. Prom. 1086.

Greek (Liddell-Scott)

ζάπῠρος: ᾰ, ον, (πῦρ) διάπυρος, πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en feu.
Étymologie: ζα-, πῦρ.

Greek Monolingual

ζάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ-πυρος, μελάμ-πυρος].

Greek Monotonic

ζάπῠρος: [ᾰ], -ον (πῦρ), διάπυρος, πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ζάπῠρος: (ᾰ) огненный, пламенный (ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάπυρος -ον [ζα-, πῦρ] zeer vurig. Aeschl. PV 1084.