κακοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.
|elrutext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδοξία Medium diacritics: κακοδοξία Low diacritics: κακοδοξία Capitals: ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: kakodoxía Transliteration B: kakodoxia Transliteration C: kakodoksia Beta Code: kakodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c.    II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.

Greek Monolingual

η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.

Greek Monotonic

κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδοξία: ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.