καταχρίω: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(2b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταχρίω:''' (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ [[πρόσωπον]] πηλῷ Luc.). | |elrutext='''καταχρίω:''' (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ [[πρόσωπον]] πηλῷ Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-χρίω insmeren, zalven. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35˙ τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.˙ τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.˙- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)˙ κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.
Spanish
Greek Monolingual
καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].
Russian (Dvoretsky)
καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χρίω insmeren, zalven.