κριβανίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρῑβᾰνίτης:''' ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи ([[βοῦς]] Arph.).<br />ου ὁ (sc. [[ἄρτος]]) испеченный в духовой печи хлеб Arph.
|elrutext='''κρῑβᾰνίτης:''' ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи ([[βοῦς]] Arph.).<br />ου ὁ (sc. [[ἄρτος]]) испеченный в духовой печи хлеб Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=κριβανίτης -ου [κρίβανος] adj., in een kribanos gebakken; subst. οἱ κριβανῖται pannenbroden (uit de kribanos).
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑβᾰνίτης Medium diacritics: κριβανίτης Low diacritics: κριβανίτης Capitals: ΚΡΙΒΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: kribanítēs Transliteration B: kribanitēs Transliteration C: krivanitis Beta Code: kribani/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ,

   A baked in a pan (κρίβανος), of bread, Ar.Fr.125, Epich.52, Amips.5, Sophr.27 (also κλ- Id.28), Gal.6.489, etc.; ὁ κ. (sc. ἄρτος) loaf so baked, Ar.Ach.1123: hence, comicallv, βοῦς κ. ib.87.

German (Pape)

[Seite 1508] in einem κρίβανος gebacken; Ar. Ach. 1088; βοῦς 87; frg. bei Ath. III, 109 f; Epicharm. ib. 110 b.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβᾰνίτης: -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος οὕτως ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· ἐντεῦθεν κωμικῶς, βοῦς κρ. αὐτόθι 87· πρβλ. κριβανωτός.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
cuit au four de campagne ; ὁ κριβανίτης (ἄρτος) pain cuit au four de campagne.
Étymologie: κρίβανος.

Greek Monolingual

κριβανίτης, ὁ (Α)
βλ. κλιβανίτης.

Greek Monotonic

κρῑβᾰνίτης: ὁ, ψημένος σε ρηχή κατσαρόλα (τηγάνι), ὁ κρ. (ενν. ἄρτος), ψωμί ψημένο με αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ.· απ' όπου, κωμικά, βοῦς κρ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρῑβᾰνίτης: ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи (βοῦς Arph.).
ου ὁ (sc. ἄρτος) испеченный в духовой печи хлеб Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριβανίτης -ου [κρίβανος] adj., in een kribanos gebakken; subst. οἱ κριβανῖται pannenbroden (uit de kribanos).