κύφωμα: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(22) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κύφωμα]]) [[κυφούμαι]]<br />το [[κύρτωμα]] της σπονδυλικής στήλης, το [[καμπούριασμα]], η [[καμπούρα]] («[[ὅταν]] οὖν ἐν τοῑς [[κατά]] τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ [[κύφωμα]] γένηται, [[μάλιστα]] τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ [[μῆκος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />καμπύλωμα. | |mltxt=το (AM [[κύφωμα]]) [[κυφούμαι]]<br />το [[κύρτωμα]] της σπονδυλικής στήλης, το [[καμπούριασμα]], η [[καμπούρα]] («[[ὅταν]] οὖν ἐν τοῑς [[κατά]] τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ [[κύφωμα]] γένηται, [[μάλιστα]] τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ [[μῆκος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />καμπύλωμα. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κύφωμα -τος, τό [κυφόομαι] kromming, bochel. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A hump on the back, Hp.Art.41 (sg. and pl.); κυφώματα σπονδύλων Ruf. ap. Orib.45.30.43.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, die Krümmung, der Buckel, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κύφωμα: τό, κύρτωμα ἐν τῷ σώματι, «καμπούρα» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 502, 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
t. de méd. bosse.
Étymologie: κύπτω.
Greek Monolingual
το (AM κύφωμα) κυφούμαι
το κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.)
μσν.
καμπύλωμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύφωμα -τος, τό [κυφόομαι] kromming, bochel.