κωμαστής: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κωμαστής:''' οῦ ὁ участник веселого шествия, веселый гуляка Plat., Xen.<br />веселящийся, пирующий ([[Διόνυσος]] Arph.).
|elrutext='''κωμαστής:''' οῦ ὁ участник веселого шествия, веселый гуляка Plat., Xen.<br />веселящийся, пирующий ([[Διόνυσος]] Arph.).
}}
{{elnl
|elnltext=κωμαστής -οῦ, ὁ [κωμάζω] feestganger (deelnemer aan een κῶμος ).
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμαστής Medium diacritics: κωμαστής Low diacritics: κωμαστής Capitals: ΚΩΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kōmastḗs Transliteration B: kōmastēs Transliteration C: komastis Beta Code: kwmasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A reveller, Pl.Smp.212c, X.HG5.4.7, etc.; member of a κῶμος, Πολέμων 1.46 (Attica, iv B.C.); title of play by Epicharmus.    2 epith. of Dionysus, Ar.Nu.606 (lyr.).    3 in Egypt, one who carries sacred images in procession, κ. θεῶν POxy. 519 (ii A.D.), cf. 1265.9 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1544] ὁ, der an einem κῶμος Theil nimmt, ein junger Mensch, der mit Andern singend und tanzend einherzieht, gew. halb trunken vom Gastmahl kommend, seiner Geliebten ein Ständchen bringend; Plat. Conv. 212 c; Xen. Cyr. 7, 5, 26; Theocr. 3 u. 8 Sp. – Auch Dionysus selbst, der den bacchischen Festzug führt, heißt so, Ar. Nubb. 606, Hymn. in Pacch. (IX, 524, 11).

Greek (Liddell-Scott)

κωμαστής: -οῦ, ὁ, (κωμάζω) ὁ κωμάζων, ὁ λαμβάνων μέρος εἰς κῶμον, Πλάτ. Συμπ. 212C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7, κτλ.· ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Ἐπιχάρμου καὶ ἄλλων. 2) ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, = ὁ εὔθυμος θεός, Ἀριστοφ. Νεφ. 606.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend part à une fête κῶμος;
2 adj. qui consiste en un κῶμος, avec accompagnement de κῶμος.
Étymologie: κωμάζω.

Greek Monolingual

κωμαστής, -οῡ, ὁ (Α) κωμάζω
1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.)
2. (στην Αίγυπτο) αυτός που μετέφερε τα είδωλα τών θεών σε πομπή
3. (για τον Διόνυσο) αρχηγός της βακχικής πομπής.

Greek Monotonic

κωμαστής: -οῦ, ὁ (κωμάζω),
1. γλεντζές, γλεντοκόπος, σε Πλάτ., Ξεν.
2. επίθ. του Βάκχου, ο θεός της ευωχίας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κωμαστής: οῦ ὁ участник веселого шествия, веселый гуляка Plat., Xen.
веселящийся, пирующий (Διόνυσος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμαστής -οῦ, ὁ [κωμάζω] feestganger (deelnemer aan een κῶμος ).