παραγλύφω: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(3b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραγλύφω:''' (ῠ) (о печатях) подделывать (τὰς σφραγῖδας Diod.). | |elrutext='''παραγλύφω:''' (ῠ) (о печатях) подделывать (τὰς σφραγῖδας Diod.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρα-γλύφω, geneesk., een inkeping maken. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ],
A counterfeit, τὰς σφραγῖδας D.S.1.78. II cut a notch, παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.Fract.31, cf. Gal.2.461, UP13.3.
German (Pape)
[Seite 474] ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραγλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. παρακόπτω. ΙΙ. ἀποξέω, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17.
Greek Monolingual
Α
1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.)
2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῡ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»].
Russian (Dvoretsky)
παραγλύφω: (ῠ) (о печатях) подделывать (τὰς σφραγῖδας Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-γλύφω, geneesk., een inkeping maken.