παραμελέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(3b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρᾰμελέω:''' не обращать внимания, пренебрегать, быть равнодушным: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.
|elrutext='''παρᾰμελέω:''' не обращать внимания, пренебрегать, быть равнодушным: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμελέω Medium diacritics: παραμελέω Low diacritics: παραμελέω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: parameléō Transliteration B: parameleō Transliteration C: parameleo Beta Code: paramele/w

English (LSJ)

   A disregard, pay no heed to, τινων Gorg.Pal.20, Th.1.25 ; τοῦ πράγματος Lys.9.1 ; τῆς μητρός X.Mem.2.2.14, etc. : abs., παρημελήκεε he recked little, Hdt. 1.85 ; παραμελοῦντες being negligent, Pl.R. 555d ; neglect a duty, τῆς χορηγίας Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.) :— Pass., to be slighted or abandoned, θεοῖς by the gods, A. Th.702 ; ὑπό τινων Pl.R.620c : abs., A.Eu.300 ; ἀνὴρ . . οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ no mean historian, Plu.2.862b.

German (Pape)

[Seite 489] vernachlässigen; absolut, Her. 1, 85, παρημελήκει, er machte sich Nichts daraus; τινός, Thuc. 1, 25; τῆς μητρός, Xen. Mem. 2, 2, 14; Folgde. – Pass., Aesch. θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, Spt. 684, vgl. Eum. 290; παρημελημένον βίον ὑπὸ τῶν ἄλλων, Plat. Rep. X, 620 c; Arist. eth. 10, 4 u. Sp., wie Plut., καταβάλλων ἑαυτὸν ὥς τινα τῶν παρημελημένων, Caes. 38.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμελέω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn ou de qch ; Pass. être négligé, abandonné.
Étymologie: παρά, μέλω.

Greek Monotonic

παρᾰμελέω: μέλ. -ήσω, αφήνω να περάσει και αψηφώ, είμαι αδιάφορος, τινός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., παρημελήκεε, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· παραμελοῦντες, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμελέω: не обращать внимания, пренебрегать, быть равнодушным: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.