Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάφλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάφλασμα:''' ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!
|elrutext='''πάφλασμα:''' ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!
}}
{{elnl
|elnltext=πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral.
}}
}}

Revision as of 07:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάφλασμα Medium diacritics: πάφλασμα Low diacritics: πάφλασμα Capitals: ΠΑΦΛΑΣΜΑ
Transliteration A: páphlasma Transliteration B: paphlasma Transliteration C: paflasma Beta Code: pa/flasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A boiling : metaph., in pl., blusterings, Ar.Av.1243.

German (Pape)

[Seite 539] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥςπερ ἐκ πυρός, leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht.

Greek (Liddell-Scott)

πάφλασμα: τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «φλασμός· τῦφος».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit de l’eau qui bouillonne ; fig. τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.
Étymologie: παφλάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παφλάζω
ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός
νεοελλ.
1. ο θόρυβος του νερού που τρέχει ορμητικά
2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ παφλάσματα
οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.

Greek Monotonic

πάφλασμα: -ατος, τό, αναβρασμός, παφλασμός, λέγεται για τη θάλασσα· μεταφ. παφλάσματα, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάφλασμα: ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral.