περικλειτός: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περικλειτός:''' Theocr. = [[περικλεής]]. | |elrutext='''περικλειτός:''' Theocr. = [[περικλεής]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, κλείω (B), κλέος)
A far-famed, Theoc.17.34, AP9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.
German (Pape)
[Seite 579] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περικλειτός: -ή, -όν, (κλείω, κλέος) περικλεής, περίφημος, Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. περικλυτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
célèbre tout alentour, très illustre.
Étymologie: περί, κλειτός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι-κλειτός)].
Greek Monotonic
περικλειτός: -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περικλειτός: Theocr. = περικλεής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.