περιξέω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιξέω:''' обтесывать кругом (πέτρους Theocr.). | |elrutext='''περιξέω:''' обтесывать кругом (πέτρους Theocr.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-ξέω polijsten, afschrapen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A polish all round, Theoc.22.50, Supp.Epigr.4.446.13 (Didyma, iii B.C.), Gal.UP16.11:—Pass., Lib.Or.18.219. 2 scrape all round, Hp.Mul.2.144.
German (Pape)
[Seite 584] (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.
Greek (Liddell-Scott)
περιξέω: μέλλ. -έσω, ξέω ὁλόγυρα, Θεόκρ. 22. 50, Κλήμ. Ἀλ. 45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poli tout autour.
Étymologie: περί, ξέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια
2. στιλβώνω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»].
Greek Monotonic
περιξέω: μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περιξέω: обтесывать кругом (πέτρους Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ξέω polijsten, afschrapen.