πολυπρηγμονέω: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυπρηγμονέω:''' ион. = [[πολυπραγμονέω]]. | |elrutext='''πολυπρηγμονέω:''' ион. = [[πολυπραγμονέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυπρηγμονέω Ion. voor πολυπραγμονέω. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. for πολυπραγμονέω.
German (Pape)
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολυπραγμονέω.
Greek Monotonic
πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρηγμονέω: ион. = πολυπραγμονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπρηγμονέω Ion. voor πολυπραγμονέω.