πολυπειρία: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυπειρία:''' ἡ многоопытность, большой опыт Thuc., Plat., Plut.
|elrutext='''πολυπειρία:''' ἡ многоопытность, большой опыт Thuc., Plat., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπειρία -ας, ἡ [πολύπειρος] grote ervaring.
}}
}}

Revision as of 08:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπειρία Medium diacritics: πολυπειρία Low diacritics: πολυπειρία Capitals: ΠΟΛΥΠΕΙΡΙΑ
Transliteration A: polypeiría Transliteration B: polypeiria Transliteration C: polypeiria Beta Code: polupeiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A great experience, Th.1.71, Pl.Lg.811a, LXX Wi.8.8, D.S.5.1, Plu.Sol.2.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, viele oder große Erfahrung; καὶ πολυμαθία, Plat. Legg. VII, 819 a; Thuc. 1, 71; Sp., wie Plut. Sol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπειρία: ἡ, πολλὴ πεῖρα, Θουκ. 1. 71, Πλάτ. Νόμ. 811A, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande expérience.
Étymologie: πολύς, πεῖρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύπειρος
1. ευρεία εμπειρία, το να έχει κανείς πολλή πείρα, να έχει πολλές εμπειρίες
2. η γνώση που αποκτάται με την πείρα.

Greek Monotonic

πολῠπειρία: ἡ (πεῖρα), μεγάλη εμπειρία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπειρία: ἡ многоопытность, большой опыт Thuc., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπειρία -ας, ἡ [πολύπειρος] grote ervaring.