πολυκαρπία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυκαρπία:''' ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.
|elrutext='''πολυκαρπία:''' ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.
}}
}}

Revision as of 08:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκαρπία Medium diacritics: πολυκαρπία Low diacritics: πολυκαρπία Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: polykarpía Transliteration B: polykarpia Transliteration C: polykarpia Beta Code: polukarpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr.CP4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Ggstz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότηταὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Greek Monotonic

πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαρπία: ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.