προπηλάκισις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προπηλάκῐσις:''' εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).
|elrutext='''προπηλάκῐσις:''' εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.
}}
}}

Revision as of 08:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπηλᾰκῐσις Medium diacritics: προπηλάκισις Low diacritics: προπηλάκισις Capitals: ΠΡΟΠΗΛΑΚΙΣΙΣ
Transliteration A: propēlákisis Transliteration B: propēlakisis Transliteration C: propilakisis Beta Code: prophla/kisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A contumelious treatment, τὰς τῶν οἰκείων π. τοῦ γήρως Pl.R.329b.

German (Pape)

[Seite 740] ἡ, = Folgendem, Plat. Rep. I, 329 b.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλάκῐσις: -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν περιφρόνησις, ἐξουδένωσις, τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ γήρως Πλάτ. Πολ. 329Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.

Greek Monotonic

προπηλάκῐσις: ἡ, υβριστική συμπεριφορά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προπηλάκῐσις: εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.