πυρίφλεκτος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πυρίφλεκτος:''' <b class="num">1)</b> обожженный, обгорелый (κάμακες Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> огненный, пламенный (πόθοι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> опаленный завивкой (βοστρύχια Anth.). | |elrutext='''πυρίφλεκτος:''' <b class="num">1)</b> обожженный, обгорелый (κάμακες Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> огненный, пламенный (πόθοι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> опаленный завивкой (βοστρύχια Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρίφλεκτος -ον [πῦρ, φλέγω] brandend; overdr:. πόθοι π. brandende verlangens AP 12.151.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (φλέγω)
A burnt or blazing with fire, κάμακες A.Fr.171 (anap.); πανός E.Ion 195 (lyr.); fiery, βλάβαι Lyc.218; πόθοι AP12.151; βοστρύχια ib.11.66 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 823] mit od. im Feuer verbrannt; κάμακες Aesch. frg. 157; Eur. Ion 195; übh feurig, πόθοι, βλάβαι, Ep. ad. 29 (XII, 151); Lycophr. 217; von der Farbe, βοστρύχια Antiphil. (XI, 60).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίφλεκτος: -ον, (φλέγω) φλεγόμενος ἢ ἀναλάμπων καὶ ἀναδίδων φλόγας πυρίνας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 167, Εὐρ. Ἴων 195· πύρινος, πεφλογισμένος, ἐξημμένος, βλάβαι, πόθοι Ἀνθολ. Π. 12. 151, Λυκόφρ. 217· - ἐπὶ χρώματος, βοστρύχια Ἀνθ. Π. 11. 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 frisé au feu;
3 fig. ardent.
Étymologie: πῦρ, φλέγω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλεκτος, ρηματ. επίθ. του φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά-φλεκτος, ημί-φλεκτος)].
Greek Monotonic
πῠρίφλεκτος: ον, (φλέγω), αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πυρίφλεκτος: 1) обожженный, обгорелый (κάμακες Aesch.);
2) огненный, пламенный (πόθοι Anth.);
3) опаленный завивкой (βοστρύχια Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίφλεκτος -ον [πῦρ, φλέγω] brandend; overdr:. πόθοι π. brandende verlangens AP 12.151.3.