σιγαλός: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῑγᾱλός:''' дор. = [[σιγηλός]]. | |elrutext='''σῑγᾱλός:''' дор. = [[σιγηλός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιγαλός Dor. voor σιγηλός. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. for σιγηλός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 878] dor. statt σιγηλός, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγᾱλός: Δωρ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Πινδ.
English (Slater)
ςῑγᾱλός
1 silent σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)
Greek Monolingual
και σιγηλός, -ή, -ό / σιγαλός και σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός
2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος
3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός
νεοελλ.
1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό, βραδυκίνητος, αργός
2. δειλός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
σιγαλά / σιγηλῶς ΝΑ
1. σιωπηλά, με σιγή
2. αθόρυβα, ήσυχα
νεοελλ.
με αργό ρυθμό, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή / σιγῶ + επίθημα -ηλός / -ᾱλός (πρβλ. σφριγ-ηλός, ὑψ-ηλός)].
Greek Monotonic
σῑγᾰλός: Δωρ. αντί σιγηλός.
Russian (Dvoretsky)
σῑγᾱλός: дор. = σιγηλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγαλός Dor. voor σιγηλός.