σκυδμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκυδμαίνω:''' (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).
|elrutext='''σκυδμαίνω:''' (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=σκυδμαίνω [~ σκύζομαι] boos zijn op, mopperen op, met dat.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυδμαίνω Medium diacritics: σκυδμαίνω Low diacritics: σκυδμαίνω Capitals: ΣΚΥΔΜΑΙΝΩ
Transliteration A: skydmaínō Transliteration B: skydmainō Transliteration C: skydmaino Beta Code: skudmai/nw

English (LSJ)

=

   A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.

German (Pape)

[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.

Greek (Liddell-Scott)

σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».

French (Bailly abrégé)

seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s’irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].

Greek Monotonic

σκυδμαίνω: μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, τινί, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. σκυδμαινέμεν).

Russian (Dvoretsky)

σκυδμαίνω: (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυδμαίνω [~ σκύζομαι] boos zijn op, mopperen op, met dat.