σταίς: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(38)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σταῖς]], -αιτός και [[στάς]], -[[ατός]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]] από [[αλεύρι]] [[ποικιλίας]] σιταριού (α. «στὰς [[ἄνευ]] τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει<br />ὁ δὲ Ἴν σταῑς», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ<br />γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ζυμάρι]]<br /><b>3.</b> [[στέαρ]], [[ξίγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. <i>t</i><i>ě</i><i>sto</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ā</i><i>is</i>, γαλατ. <i>toes</i>. To αρκτικό <i>σ</i>- του ελλ. τ. αν δεν [[είναι]] προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[στέαρ]].
|mltxt=και [[σταῖς]], -αιτός και [[στάς]], -[[ατός]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]] από [[αλεύρι]] [[ποικιλίας]] σιταριού (α. «στὰς [[ἄνευ]] τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει<br />ὁ δὲ Ἴν σταῑς», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ<br />γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ζυμάρι]]<br /><b>3.</b> [[στέαρ]], [[ξίγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. <i>t</i><i>ě</i><i>sto</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ā</i><i>is</i>, γαλατ. <i>toes</i>. To αρκτικό <i>σ</i>- του ελλ. τ. αν δεν [[είναι]] προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[στέαρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 928] od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.

French (Bailly abrégé)

c. σταῖς.

Greek Monolingual

και σταῖς, -αιτός και στάς, -ατός, τὸ, Α
1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει
ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ.
β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ
γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ.)
2. κάθε ζυμάρι
3. στέαρ, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. těsto, αρχ. ιρλδ. tāis, γαλατ. toes. To αρκτικό σ- του ελλ. τ. αν δεν είναι προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του συνωνύμου στέαρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.