συνάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνάγνῡμι:''' (только эп. aor. 1 συνέαξα)<br /><b class="num">1)</b> ломать, сокрушать (τὸ [[ἔγχος]], τὰς [[νῆας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).
|elrutext='''συνάγνῡμι:''' (только эп. aor. 1 συνέαξα)<br /><b class="num">1)</b> ломать, сокрушать (τὸ [[ἔγχος]], τὰς [[νῆας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάγνῡμι Medium diacritics: συνάγνυμι Low diacritics: συνάγνυμι Capitals: ΣΥΝΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synágnymi Transliteration B: synagnymi Transliteration C: synagnymi Beta Code: suna/gnumi

English (LSJ)

aor. συνέαξα (the only tense in use):—

   A break to pieces, shiver, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Il.13.166; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Od.14.383; ἐλάφοιο τέκνα . . συνέαξε breaks their necks, Il.11.114.

German (Pape)

[Seite 995] (s. ἄγνυμι), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch λέων ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάγνῡμι: ἀόρ. συνέαξα (ὅστις εἶναιμόνος ἐν χρήσει χρόνος)· ― θραύω. συντρίβω ὁμοῦ, συντρίβω εἰς τεμάχια, καταθραύω, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. συνέαξε et 3ᵉ pl. συνέαξαν, inf. συνάξαι;
mettre en pièces.
Étymologie: σύν, ἄγνυμι.

Greek Monolingual

Α
συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].

Greek Monolingual

Α
συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνάγνῡμι: αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

συνάγνῡμι: (только эп. aor. 1 συνέαξα)
1) ломать, сокрушать (τὸ ἔγχος, τὰς νῆας Hom.);
2) растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.