συγκαθεύδω: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκαθεύδω:''' спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.
|elrutext='''συγκαθεύδω:''' спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθεύδω Medium diacritics: συγκαθεύδω Low diacritics: συγκαθεύδω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: synkatheúdō Transliteration B: synkatheudō Transliteration C: sygkatheydo Beta Code: sugkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; esp. of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.

German (Pape)

[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.

French (Bailly abrégé)

dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].

Greek Monotonic

συγκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, τινί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθεύδω: спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.