συνελευθερόω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνελευθερόω:''' <b class="num">1)</b> вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> помогать освободиться (τινά τινος Her. и [[ἀπό]] τινος Plut.). | |elrutext='''συνελευθερόω:''' <b class="num">1)</b> вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> помогать освободиться (τινά τινος Her. и [[ἀπό]] τινος Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-ελευθερόω, Att. ook ξυνελευθερόω helpen bevrijden; met acc. en gen. iem. van iem.. Hdt. 5.46.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:58, 1 January 2019
English (LSJ)
A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.). 2 abs.,join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à s’affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.
Greek Monotonic
συνελευθερόω: μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον ίδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνελευθερόω: 1) вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);
2) помогать освободиться (τινά τινος Her. и ἀπό τινος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ελευθερόω, Att. ook ξυνελευθερόω helpen bevrijden; met acc. en gen. iem. van iem.. Hdt. 5.46.2.