σύμπειρος: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(4)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύμπειρος:''' опытный, знающий, знакомый (ἀγωνίᾳ Pind.).
|elrutext='''σύμπειρος:''' опытный, знающий, знакомый (ἀγωνίᾳ Pind.).
}}
{{elnl
|elnltext=σύμπειρος -ον [σύν, πεῖρα] ervaring hebbend met, met ervaring in, met dat.
}}
}}

Revision as of 08:58, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπειρος Medium diacritics: σύμπειρος Low diacritics: σύμπειρος Capitals: ΣΥΜΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: sýmpeiros Transliteration B: sympeiros Transliteration C: sympeiros Beta Code: su/mpeiros

English (LSJ)

ον,

   A acquainted with, ἀγωνίᾳ Pi.N.7.10.

German (Pape)

[Seite 985] miterfahren, ἀγωνίᾳ σύμπειρος θυμός Pind. N. 7, 10, das Gleiche wie Andere erfahrend od. erfahren habend.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπειρος: -ον, ὁ πεπειραμένος εἴς τι, καλῶς γινώσκων τι, ἔμπειρος, Λατ. expertus rei, μετὰ δοτ., Πινδ. Ν. 7. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’expérience de, τινι.
Étymologie: σύν, πεῖρα.

English (Slater)

σύμπειρος
   1 familiar with c. dat. μάλα δ' ἐθέλοντι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν (N. 7.10)

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ έμπειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πειρος (< πείρα), πρβλ. έμ-πειρος].

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ έμπειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πειρος (< πείρα), πρβλ. έμ-πειρος].

Greek Monotonic

σύμπειρος: -ον (πεῖρα), αυτός που είναι έμπειρος σε κάτι, που γνωρίζει καλά κάτι, τινι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

σύμπειρος: опытный, знающий, знакомый (ἀγωνίᾳ Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπειρος -ον [σύν, πεῖρα] ervaring hebbend met, met ervaring in, met dat.