συρροή: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συρροή:''' ἡ стечение, слияние Plut. | |elrutext='''συρροή:''' ἡ стечение, слияние Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = σύρρευσις, conflux, Thphr.Lap.1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr.HP6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-) ; σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).
Greek (Liddell-Scott)
συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α συρρέω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.)
2. συνάθροιση, συγκέντρωση («συρροή πλήθους»)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την άλλη
2. φρ. α) «συρροή νόμων»
(ποιν. δίκ.) η περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την ίδια ύλη
β) «συρροή εγκλημάτων» και «συρροή αδικημάτων» — η περίπτωση κατά την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα
αρχ.
εφίδρωση.
Russian (Dvoretsky)
συρροή: ἡ стечение, слияние Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.