τριέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐέλικτος:''' <b class="num">1)</b> втрое свернувшийся ([[ὄφις]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> трижды изгибающийся (Μαιάνδρου [[ὕδωρ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον [[νῆμα]] Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.
|elrutext='''τρῐέλικτος:''' <b class="num">1)</b> втрое свернувшийся ([[ὄφις]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> трижды изгибающийся (Μαιάνδρου [[ὕδωρ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον [[νῆμα]] Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.
}}
{{elnl
|elnltext=τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] met drie kronkels.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριέλικτος Medium diacritics: τριέλικτος Low diacritics: τριέλικτος Capitals: ΤΡΙΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: triéliktos Transliteration B: trieliktos Transliteration C: trieliktos Beta Code: trie/liktos

English (LSJ)

ον, (ἑλίσσω)

   A thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib.109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf. θωράκια Moschio ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 (Archimelus).

Greek (Liddell-Scott)

τριέλικτος: -ον, (ἑλίσσω) ὁ τρεῖς ἑλιγμοὺς σχηματίζων, ὄφις Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. ἰχνοπέδη, βρόχος ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, αὐτόθι 107· τρ. νῆμα (τῶν Μοιρῶν), αὐτόθι 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, αὐτόθι ἐν παραρτ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se replie ou s’enroule trois fois sur soi-même.
Étymologie: τρίς, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές
2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» — βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.)
β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ-έλικτος].

Greek Monotonic

τριέλικτος: -ον, αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί τρεις φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐέλικτος: 1) втрое свернувшийся (ὄφις Her.);
2) трижды изгибающийся (Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.);
3) втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον νῆμα Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] met drie kronkels.