τυχηρός: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῠχηρός:''' <b class="num">1)</b> случайный (ἀγαθά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> счастливый, преуспевающий (sc. [[ἀνήρ]] Aesch.): [[φύσις]] τ. Arst. счастливые природные данные. | |elrutext='''τῠχηρός:''' <b class="num">1)</b> случайный (ἀγαθά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> счастливый, преуспевающий (sc. [[ἀνήρ]] Aesch.): [[φύσις]] τ. Arst. счастливые природные данные. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A lucky, fortunate, A.Ag.464 (lyr.), Arist.Pol.1295a28. Adv. -ρῶς Ar.Ach.250, Th.305. 2 from or by chance, πάθη D.H.7.68; τὰ τ. ἀγαθά the goods of fortune, Plu.2.6a, Alex. Aphr. in Top.147.22; τὰ τ. Phld.Vit.p.27J., Plu.2.35a, etc.; τὸ τ. Phld.Sign.36, Plu.2.23f. 3 τὰ μικρὰ καὶ τ. ordinary trifles (like τὰ τυχόντα), Zeno Stoic.1.70.
Greek (Liddell-Scott)
τῡχηρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων τύχην, κοινῶς «τυχερός», Αἰσχύλ. Ἀγ. 464, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 1. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 2 0, Θεσμ. 305. 2) κατὰ τύχην, τυχαῖος, πάθη Διον. Ἁλ. 7. 68· τὰ τυχηρὰ ἀγαθά, τὰ τῆς τύχης ἀγαθά, Πλούτ. 2. 6Α, κλπ.· οὕτω, τὰ τυχηρὰ αὐτόθι 35Α, κλπ.· ἢ τὸ τυχηρὸν αὐτόθι 23Ε.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fortuit, accidentel ; τὸ τυχηρόν le hasard ; τὰ τυχηρά les chances du hasard.
Étymologie: τύχη.
Syn. τυχαῖος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν
1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει καλή τύχη («είναι το τυχερό του νόμισμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τυχερό
καθετί που εξαρτάται από την καλή ή την κακή τύχη κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τυχερά
απρόβλεπτα κέρδη
4. φρ. «τυχερά παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η έκβαση εξαρτάται από την τύχη και όχι από τις ικανότητες του παίκτη.
επίρρ...
τυχηρῶς Α 1. με τύχη
2. κατά τύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + επίθημα -ηρός (πρβλ. λαμπ-ηρός, νοσ-ηρός). Ο νεοελλ. τ. τυχερός < τυχηρός, κατά τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. λαμπ-ηρός: λαμπερός)].
Greek Monotonic
τῠχηρός: -ά, -όν, τυχερός, που έχει τύχη, σε Αισχύλ.· επίρρ. τυχηρῶς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τῠχηρός: 1) случайный (ἀγαθά Plut.);
2) счастливый, преуспевающий (sc. ἀνήρ Aesch.): φύσις τ. Arst. счастливые природные данные.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250.