γυλλός: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(8) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυλλός]], ο (Α)<br />[[πλάκα]], [[συνήθως]] μαρμάρινη, για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γυλλός]] απαντά σε επιγραφές της Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια [[πομπή]] [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος. Η ετυμολ. της λέξεως [[είναι]] άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>g</i><i>ō</i><i>l</i><i>ē</i><i>l</i> «κυλιόμενη [[πέτρα]]»)]. | |mltxt=[[γυλλός]], ο (Α)<br />[[πλάκα]], [[συνήθως]] μαρμάρινη, για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γυλλός]] απαντά σε επιγραφές της Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια [[πομπή]] [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος. Η ετυμολ. της λέξεως [[είναι]] άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>g</i><i>ō</i><i>l</i><i>ē</i><i>l</i> «κυλιόμενη [[πέτρα]]»)]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: meaning unclear, <b class="b2">block of stone</b> (Milete VI-Va) carried in a procession for Apollo (Nisson, Gr. Rel. 1,189); <b class="b3">κύβος</b>, <b class="b3">η τετράγωνος λίθος</b> H.; <b class="b3">γυλλοί στολμοί</b> H. (Latte: corrupt).<br />Derivatives: <b class="b3">γύλλινα ἐρείσματα</b>, <b class="b3">γεῖσοι</b> H. On <b class="b3">γυλλάς εἶδος ποτηρίου</b>, <b class="b3">παρὰ Μακεδόσιν</b>, <b class="b3">γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν</b> H. s.s.v. [[γυλιός]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: No etymology. Lewy KZ 55, 72f. connects Hebr. [[gōlēl]] [[Rollstein]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 2 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A block of stone, Schwyzer 725 (Milet., vi B. C.), SIG57.25 (Milet., V B.C.); also γυλλοί· στολμοί, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
bloque de piedra cúbica de carácter sagrado δύο γυλλοὶ σταθμένοι Milet 1(3).31a.2 (VI a.C.), 1(3).133.25 (V a.C.), cf. Hsch., cf. γυαλός.
• Etimología: Algunos ven un prést. sem., cf. hebr. golel ‘piedra que rueda’.
Greek Monolingual
γυλλός, ο (Α)
πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές της Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν του Απόλλωνος. Η ετυμολ. της λέξεως είναι άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōlēl «κυλιόμενη πέτρα»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: meaning unclear, block of stone (Milete VI-Va) carried in a procession for Apollo (Nisson, Gr. Rel. 1,189); κύβος, η τετράγωνος λίθος H.; γυλλοί στολμοί H. (Latte: corrupt).
Derivatives: γύλλινα ἐρείσματα, γεῖσοι H. On γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν, γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H. s.s.v. γυλιός.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Lewy KZ 55, 72f. connects Hebr. gōlēl Rollstein.