κάλη: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάλη:''' (ᾱ) ἡ атт. = [[κήλη]]. | |elrutext='''κάλη:''' (ᾱ) ἡ атт. = [[κήλη]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: [[tumour]]<br />See also: s. [[κήλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:30, 3 January 2019
English (LSJ)
καλήτης,
German (Pape)
[Seite 1308] ἡ, dor. u. att. = κήλη.
Greek (Liddell-Scott)
κάλη: κᾱλήτης, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ κηλ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. c. κήλη.
Greek Monolingual
κάλη, ἡ (Μ)
ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. καλή του καλός, με αναβιβασμό του τόνου].
Russian (Dvoretsky)
κάλη: (ᾱ) ἡ атт. = κήλη.