νηρός: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(27) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηρός]], -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)<br />(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) <i>τὸ [[νηρόν]] και <i>ὁ [[νηρός]]<br />[[νερό]] [[φρέσκο]] και δροσερό, [[νερό]] της πηγής<br /><b>αρχ.</b><br />(για ψάρια) [[νωπός]], [[φρέσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεαρός]], με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και λ. [[νερό]])]. | |mltxt=[[νηρός]], -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)<br />(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) <i>τὸ [[νηρόν]] και <i>ὁ [[νηρός]]<br />[[νερό]] [[φρέσκο]] και δροσερό, [[νερό]] της πηγής<br /><b>αρχ.</b><br />(για ψάρια) [[νωπός]], [[φρέσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεαρός]], με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και λ. [[νερό]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[fresh]], of fish, <b class="b3">ἡμί-νηρος</b> "halffresh", i.e. <b class="b2">lightly salted</b>; also of water: <b class="b3">τὸ νηρόν</b> (<b class="b3">ὁ νηρός</b>) <b class="b2">(fresh) water</b> (hell.), NGr. <b class="b3">νερό</b>.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Contrated from <b class="b3">νεαρός</b> (Schwyzer 250), s. <b class="b3">νέος</b> and Kretschmer Glotta 15, 64. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 3 January 2019
English (LSJ)
ά, όν, of fish,
A = νεαρός, fresh, PCair.Zen.616 (iii B.C.), Xenocr. ap. Orib.2.58.63; cf. ἡμίνηρος. II νηρόν, τό, or νηρός, ὁ, water, OGI201.21 (Nubia, vi A.D.), cf. Phryn.29; acc. sg. written τὸν νιρόν PSI3.165.3 (vi A.D.); cf. Mod.Gr. νερό. 2 f.l. for νειρός in Lyc.896, glossed κάθυγρος, Suid.s.v. νηρίτης (interpol.), but ταπεινός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νηρός: -όν, συνῃρημ. ἐκ τοῦ νεαρός, = πρόσφατος, ἀκραιφνής, - οὐσ. τὸ νηρόν, δηλ. ὕδωρ, πρόσφατον ἢ ψυχρὸν ὕδωρ ἄρτι κομισθὲν ἐκ τῆς πηγῆς, Φρύν. 42, CIG 5072, 20, Στουδ. 1785Α, (πρβλ. Γαλην. 6, 438F ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδατι προσφάτῳ)· - ὡσαύτως, νερόν, Ἀποφθέγμ. Πατέρων, Λεόντ. Κύπρ. 1713C, Κ. Πορφυφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 77, 13, Ἔκθεσ. Βασ. Τάξ. 466, 17, Ἐτυμ. Μέγ. 597, 47 κἑξ., Ἐτυμ. Γουδ. 406, 23.
Greek Monolingual
νηρός, -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)
(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) τὸ νηρόν και ὁ νηρός
νερό φρέσκο και δροσερό, νερό της πηγής
αρχ.
(για ψάρια) νωπός, φρέσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (βλ. και λ. νερό)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: fresh, of fish, ἡμί-νηρος "halffresh", i.e. lightly salted; also of water: τὸ νηρόν (ὁ νηρός) (fresh) water (hell.), NGr. νερό.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Contrated from νεαρός (Schwyzer 250), s. νέος and Kretschmer Glotta 15, 64.