νῶκαρ: Difference between revisions
(27) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νῶκαρ]], -αρος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[λήθαργος]], [[κώμα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νύσταξις]], [[νώθεια]], [[κακόσχολος]] [[ἔννοια]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και ως επίθ.) [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νωκ</i>- του θ. <i>νεκτών [[νέκυς]]-[[νεκρός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι η λ. [[νῶκαρ]] μαρτυρείται [[σχετικώς]] μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την [[άποψη]] ότι το [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- οφείλεται στην [[επίδραση]] της λ. [[κῶμα]], ενώ η κατάλ. -<i>αρ</i> σε [[επίδραση]] τών [[ὄναρ]], [[ὕπαρ]]. | |mltxt=[[νῶκαρ]], -αρος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[λήθαργος]], [[κώμα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νύσταξις]], [[νώθεια]], [[κακόσχολος]] [[ἔννοια]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και ως επίθ.) [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νωκ</i>- του θ. <i>νεκτών [[νέκυς]]-[[νεκρός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι η λ. [[νῶκαρ]] μαρτυρείται [[σχετικώς]] μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την [[άποψη]] ότι το [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- οφείλεται στην [[επίδραση]] της λ. [[κῶμα]], ενώ η κατάλ. -<i>αρ</i> σε [[επίδραση]] τών [[ὄναρ]], [[ὕπαρ]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-αρος<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[lethargy]], [[coma]] (Nic; Hdn. who explains it as <b class="b3">στέρησις τῆς ψυχῆς</b>; it is also translated as <b class="b3">νύσταξις</b>); also as adj.<br />Derivatives: <b class="b3">νωκαρώδης</b> [[slothful]], [[sleepy]] (Diph.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur.133 connects the word with <b class="b3">νωχελής</b>, which fits better semantically (the translation [[Totenschlaf]], Frisk, is inspired by a wrong etymology), and denies that it has anything to do with [[νεκρός]], [[νέκυς]]. On words in <b class="b3">-αρ</b> s. Fur. 134 n. 75. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:03, 3 January 2019
English (LSJ)
ᾰρος, τό,
A lethargy, coma, Nic.Th.189, Hsch. ; expld. by στέρησις τῆς ψυχῆς, Hdn.Gr.2.770. II as Adj., slothful, sleepy, Suid.
German (Pape)
[Seite 272] αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. νύσταξις u. νωθεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. δυσκίνητος, träg, langsam, u. leiten es von νη u. ὀχέω ab. Vgl. aber κάρος.
Greek (Liddell-Scott)
νῶκαρ: -ᾰρος, τό, νύσταξις, νωθρότης, Νικ. Θηρ. 189, «νῶκαρ· νύσταξις, νοθεία, κακόσχολος ἔννοια» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀκνηρός, νυσταλέος, δυσκίνητος, Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.
Greek Monolingual
νῶκαρ, -αρος, τὸ (Α)
1. λήθαργος, κώμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια»
3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωκ- του θ. νεκτών νέκυς-νεκρός. Το γεγονός όμως ότι η λ. νῶκαρ μαρτυρείται σχετικώς μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την άποψη ότι το φωνήεν -ω- οφείλεται στην επίδραση της λ. κῶμα, ενώ η κατάλ. -αρ σε επίδραση τών ὄναρ, ὕπαρ.
Frisk Etymological English
-αρος
Grammatical information: n.
Meaning: lethargy, coma (Nic; Hdn. who explains it as στέρησις τῆς ψυχῆς; it is also translated as νύσταξις); also as adj.
Derivatives: νωκαρώδης slothful, sleepy (Diph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur.133 connects the word with νωχελής, which fits better semantically (the translation Totenschlaf, Frisk, is inspired by a wrong etymology), and denies that it has anything to do with νεκρός, νέκυς. On words in -αρ s. Fur. 134 n. 75.