πτέλας: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(35)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[κάπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αντ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐλέφας]], -<i>αντος</i>) και πιθ. συνδέεται με τη λ. [[πτελέα]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> [[πτελέα]] (II) «[[αγριογούρουνο]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kia</i><i>ū</i><i>le</i> «[[γουρούνι]]» και αρχ. ινδ. <i>kiri</i>- «[[κάπρος]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]]. Αμφίβολη, [[τέλος]], φαίνεται και η [[σύνδεση]] του τ. με τα [[πελιτνός]], [[πελιός]].
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[κάπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αντ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐλέφας]], -<i>αντος</i>) και πιθ. συνδέεται με τη λ. [[πτελέα]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> [[πτελέα]] (II) «[[αγριογούρουνο]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kia</i><i>ū</i><i>le</i> «[[γουρούνι]]» και αρχ. ινδ. <i>kiri</i>- «[[κάπρος]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]]. Αμφίβολη, [[τέλος]], φαίνεται και η [[σύνδεση]] του τ. με τα [[πελιτνός]], [[πελιός]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">wild boar</b> (Lyc. 833; verse-end); also <b class="b3">πτελέα σῦς ὑπὸ Λακώνων</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Ending as in <b class="b3">ἐλέφας</b>; perh. connected with <b class="b3">πτελέη</b> [[elm]] (s.v.), but further unexplained. New attempt, to be rejected, to connect <b class="b3">πτέλας</b> with Lith. <b class="b2">kiaũle</b> [[swine]], <b class="b2">kuilỹs</b> <b class="b2">breeding-swine</b> and with Skt. <b class="b2">kirí-</b> m. [[boar]], by Merlingen <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 2, 58. Arbitrary Holthausen IF 62, 152: to <b class="b3">πελιτνός</b>, <b class="b3">πελιός</b> etc. Older lit. in Bq. -- The word may well be Pre-Greek (note <b class="b3">πτ-</b>).
}}
}}

Revision as of 07:00, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέλας Medium diacritics: πτέλας Low diacritics: πτέλας Capitals: ΠΤΕΛΑΣ
Transliteration A: ptélas Transliteration B: ptelas Transliteration C: ptelas Beta Code: pte/las

English (LSJ)

ὁ,

   A wild boar, Lyc.833; cf. πτελέα, Lacon.,= σῦς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, der Eber, Lycophr. 833; nach den VLL. auch πτέλος.

Greek (Liddell-Scott)

πτέλας: ὁ, κάπρος, ἄγριος χοῖρος, Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων».

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -αντ- (πρβλ. ἐλέφας, -αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα (II) «αγριογούρουνο»). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι» και αρχ. ινδ. kiri- «κάπρος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται και η σύνδεση του τ. με τα πελιτνός, πελιός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: wild boar (Lyc. 833; verse-end); also πτελέα σῦς ὑπὸ Λακώνων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in ἐλέφας; perh. connected with πτελέη elm (s.v.), but further unexplained. New attempt, to be rejected, to connect πτέλας with Lith. kiaũle swine, kuilỹs breeding-swine and with Skt. kirí- m. boar, by Merlingen Μνήμης χάριν 2, 58. Arbitrary Holthausen IF 62, 152: to πελιτνός, πελιός etc. Older lit. in Bq. -- The word may well be Pre-Greek (note πτ-).