στεργάνος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(38) |
(2b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοπρών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. <i>stercus</i> «[[κόπρος]]», προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. [[στέργω]] ([[αντίφραση]]). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. με τη λ. [[τάργανον]] «[[ξίδι]]», [[είναι]] αμφίβολη]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοπρών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. <i>stercus</i> «[[κόπρος]]», προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. [[στέργω]] ([[αντίφραση]]). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. με τη λ. [[τάργανον]] «[[ξίδι]]», [[είναι]] αμφίβολη]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">κόπρων</b> H. (in alphabet. incorrect position).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: After general assumption to Lat. [[stercus]] n. [[excrements]] etc., s. W.-Hofmann s. v. w. lit., also Benveniste Origines 9. On the accent Persson Beitr. 1, 456 w. n. 1 and (with improbable hypothesis on the stammformation) Schwyzer 520 β. Cf. <b class="b3">τάργανον</b>. -- The word has no etym. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,= κοπρών, Lat.
A sterquilinium, Hsch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, του τ. με τη λ. τάργανον «ξίδι», είναι αμφίβολη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: κόπρων H. (in alphabet. incorrect position).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After general assumption to Lat. stercus n. excrements etc., s. W.-Hofmann s. v. w. lit., also Benveniste Origines 9. On the accent Persson Beitr. 1, 456 w. n. 1 and (with improbable hypothesis on the stammformation) Schwyzer 520 β. Cf. τάργανον. -- The word has no etym.