εὐδοξία: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
(2b) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδοξία:''' ἡ<b class="num">1)</b> доброе имя, слава, почет, уважение Pind., Arst., Isocr., pl. Dem.;<br /><b class="num">2)</b> высокие качества, доблесть Pind.;<br /><b class="num">3)</b> одобрение, похвала (τοῦ πλήθους Plat.);<br /><b class="num">4)</b> филос. правильное суждение, здравый смысл (εὐδοξίᾳ τὰς πόλεις ὀρθοῦν Plat.). | |elrutext='''εὐδοξία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> доброе имя, слава, почет, уважение Pind., Arst., Isocr., pl. Dem.;<br /><b class="num">2)</b> высокие качества, доблесть Pind.;<br /><b class="num">3)</b> одобрение, похвала (τοῦ πλήθους Plat.);<br /><b class="num">4)</b> филос. правильное суждение, здравый смысл (εὐδοξίᾳ τὰς πόλεις ὀρθοῦν Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322. 2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d. II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.
English (Slater)
εὐδοξία
1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)
Greek Monolingual
η (Α εὐδοξία) εύδοξος
1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)
2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)
3. επιδοκιμασία, αποδοχή
4. ορθή γνώμη, κρίση.
Greek Monotonic
εὐδοξία: ἡ,
1. καλή φήμη, δόξα, τιμή, μεγαλείο, σε Σιμων., σε Δημ.
2. επιδοκιμασία, τοῦ πλήθους, σε Πλάτ.
II. καλή κρίση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐδοξία: ἡ
1) доброе имя, слава, почет, уважение Pind., Arst., Isocr., pl. Dem.;
2) высокие качества, доблесть Pind.;
3) одобрение, похвала (τοῦ πλήθους Plat.);
4) филос. правильное суждение, здравый смысл (εὐδοξίᾳ τὰς πόλεις ὀρθοῦν Plat.).