σιτομετρία: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(nl)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῑτομετρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> должность ситометра Plut.;<br /><b class="num">2)</b> распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.
|elrutext='''σῑτομετρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> должность ситометра Plut.;<br /><b class="num">2)</b> распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.
|elnltext=σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.
}}
}}

Revision as of 20:27, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτομετρία Medium diacritics: σιτομετρία Low diacritics: σιτομετρία Capitals: ΣΙΤΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: sitometría Transliteration B: sitometria Transliteration C: sitometria Beta Code: sitometri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A measured allowance of corn, rations, PCair.Zen. 292.63 (ii B.C.), Plb.1.68.9, Mélanges Glotz 904 (Iasos, ii B.C.), D.S. 2.41, Plu.Cat.Ma.8, OGI533.29 (Ancyra), Polyaen.4.12.1: so σῑτομέτρ-ιον, τό, Ev.Luc.12.42; ἔπαρχος -μετρίου δήμου Ῥωμαίων, = Lat. praefectus annonae, IGRom.3.667 (Patara); σῑτομέτρ-μετρον, τό, Plu.2.313b.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Vertheilen des Getreides, Plut. Cat. mai. 8; auch das Zugemessene selbst, Proviant, wie das Folgde, D. Sic. 2, 41. 13, 88.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτομετρία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ σιτομέτρου, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 8. ΙΙ. μεμετρημένη παροχὴ σίτου, μερίδες σίτου, Διόδ. 2. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 29· οὕτω σῑτομέτριον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 42· - μετρον, τό, Πλούτ. 2. 313Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge d’inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σιτομέτρης.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτομέτρης
η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων.

Greek Monotonic

σῑτομετρία: ἡ, το αξίωμα του σιτομέτρη (σιτομέτρης), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτομετρία:
1) должность ситометра Plut.;
2) распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.