εὐδιανός: Difference between revisions
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιανός''': -ή, -όν, = [[εὔδιος]], θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν Πελλάνᾳ [[φέρε]], «ἐφάνη δὲ [[θαυμάσιος]] καὶ [[ἡνίκα]] τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ [[φάρμακον]] (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ ([[ἔνθα]] ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια) | |lstext='''εὐδιανός''': -ή, -όν, = [[εὔδιος]], θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν Πελλάνᾳ [[φέρε]], «ἐφάνη δὲ [[θαυμάσιος]] καὶ [[ἡνίκα]] τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ [[φάρμακον]] (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ ([[ἔνθα]] ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)· ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)· ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.
English (Slater)
εὐδῐᾱνός
1 warm ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97)
Greek Monolingual
εὐδιανός, -ή, -όν (Α)
εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» — ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + -ανός (πρβλ. ροδ-ανός, τραγ-ανός)].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιᾱνός: (= εὔδιος) греющий, теплый: ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. теплое средство против холодной погоды, т. е. теплый плащ.