θειότης: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θειότης''': -ητος, ἡ, [[θεία]] [[φύσις]], [[θεῖος]] [[χαρακτήρ]], Πλούτ. 2. 665 Α, κτλ. 2) [[θρησκεία]], τὸ θρησκευτικὸν [[αἴσθημα]], [[αὐτόθι]] 857A, ὁ αὐτ. Σύλλ. | |lstext='''θειότης''': -ητος, ἡ, [[θεία]] [[φύσις]], [[θεῖος]] [[χαρακτήρ]], Πλούτ. 2. 665 Α, κτλ. 2) [[θρησκεία]], τὸ θρησκευτικὸν [[αἴσθημα]], [[αὐτόθι]] 857A, ὁ αὐτ. Σύλλ. 6· ἀλλ’ ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις πιθανῶς ἡ ἀληθὴς γραφὴ [[εἶναι]] [[ὁσιότης]] (OC- ἀντὶ ΘΕ-)· ὡς ἐν Ἰσοκρ. 226D, ὁσιότητος διωρθώθη ἐκ τοῦ Cod. Urbin. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A divine nature, divinity, LXX Wi.18.9,Ep.Rom.1.20, SIG867.31 (Ephesus, ii A.D.), Plu.2.665a, etc. 2 f.l.for ὁσιότης, Isoc.11.26, Plu.2.857a, and so prob. in Id.Sull.6. II as title of Roman Emperors, Orib.1.1.1, SIG900.23 (Panamara, iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1192] ητος, ἡ, Göttlichkeit, göttliche Natur, göttliches Wesen, Plut. Symp. 4, 2, 2; bes. göttliche Schönheit, Ἡφαιστίωνος Luc. de calumn. 17. Bei Plut. Sull. 6 Vertrauen auf die Götter. – Bei Isocr. 11, 26 ist jetzt aus den besseren mss. ἀσκήσεις τῆς ὁσιότητος für θειότητος hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
θειότης: -ητος, ἡ, θεία φύσις, θεῖος χαρακτήρ, Πλούτ. 2. 665 Α, κτλ. 2) θρησκεία, τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, αὐτόθι 857A, ὁ αὐτ. Σύλλ. 6· ἀλλ’ ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις πιθανῶς ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι ὁσιότης (OC- ἀντὶ ΘΕ-)· ὡς ἐν Ἰσοκρ. 226D, ὁσιότητος διωρθώθη ἐκ τοῦ Cod. Urbin.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 nature divine, divinité;
2 confiance dans la divinité.
Étymologie: θεῖος¹.
Spanish
English (Strong)
from θεῖος; divinity (abstractly): godhead.
English (Thayer)
θειότητος, ἡ, divinity, divine nature: Philo in opif. § 61at the end; Plutarch, symp. 665a.; Lucian, calumn. c. 17.) (Synonym: see θεότης.)
Greek Monotonic
θειότης: -ητος, ἡ, θεϊκή φύση, θεϊκή υπόσταση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
θειότης: ητος ἡ θεῖος II]
1) божественность, божественный характер (τῆς ἀρετῆς Plut.; δύναμις καὶ θ. NT);
2) божественная красота (Ἡφαιοτίωνος Luc.);
3) (= ὁσιότης) вера в богов, благочестие Isocr., Plut.