ξυστάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυστάρχης''': -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ [[γυμνασιάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.˙ - ξυσταρχέω, εἶμαι [[ξυστάρχης]], 2995˙ ξυσταρχία, 3206Β.
|lstext='''ξυστάρχης''': -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ [[γυμνασιάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι [[ξυστάρχης]], 2995· ξυσταρχία, 3206Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυστάρχης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ξυστού, [[δηλαδή]] παλαίστρας ή γυμναστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστός]] «γυμναστήριο» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
|mltxt=[[ξυστάρχης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ξυστού, [[δηλαδή]] παλαίστρας ή γυμναστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστός]] «γυμναστήριο» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστάρχης Medium diacritics: ξυστάρχης Low diacritics: ξυστάρχης Capitals: ΞΥΣΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: xystárchēs Transliteration B: xystarchēs Transliteration C: ksystarchis Beta Code: custa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ξυστός)

   A president of an athletic association, ὃν βασιλῆς . . στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc. ; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995· ξυσταρχία, 3206Β.

Greek Monolingual

ξυστάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ-άρχης].