αναποδίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(4)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀναποδίζω]])<br /><b>1.</b> [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]] στο [[σημείο]] εξορμήσεως, [[οπισθοχωρώ]], [[οπισθοδρομώ]]<br /><b>2.</b> (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) [[κινώ]] τη [[μηχανή]] [[ανάποδα]], αντίστροφα για [[οπισθοχώρηση]], κινούμαι με την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να γυρίσει, να στραφεί [[πίσω]], να επιστρέψει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να επιστρέψει, τον [[επαναφέρω]] [[προς]] τα [[πίσω]] και τον [[ρωτώ]], τον [[ανακρίνω]] εξαντλητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[πούς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναποδισμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀναποδιστής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναπόδιση]] (-<i>ις</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ανάποδος]]<br /><b>1.</b> φέρομαι άσχημα, [[γίνομαι]] [[δύστροπος]] ή [[κακότροπος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀναποδίζω]])<br /><b>1.</b> [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]] στο [[σημείο]] εξορμήσεως, [[οπισθοχωρώ]], [[οπισθοδρομώ]]<br /><b>2.</b> (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) [[κινώ]] τη [[μηχανή]] [[ανάποδα]], αντίστροφα για [[οπισθοχώρηση]], κινούμαι με την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να γυρίσει, να στραφεί [[πίσω]], να επιστρέψει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να επιστρέψει, τον [[επαναφέρω]] [[προς]] τα [[πίσω]] και τον [[ρωτώ]], τον [[ανακρίνω]] εξαντλητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[πούς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναποδισμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀναποδιστής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναπόδιση]] (-<i>ις</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[ανάποδος]]<br /><b>1.</b> φέρομαι άσχημα, [[γίνομαι]] [[δύστροπος]] ή [[κακότροπος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀναποδίζω)
1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ
2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη
αρχ.-μσν.
κάνω κάποιον να γυρίσει, να στραφεί πίσω, να επιστρέψει
αρχ.
κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον επαναφέρω προς τα πίσω και τον ρωτώ, τον ανακρίνω εξαντλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ποδίζω < πούς.
ΠΑΡ. αναποδισμός
μσν.
ἀναποδιστής
μσν.- νεοελλ.
αναπόδιση (-ις)].
(II)
ανάποδος
1. φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος ή κακότροπος.