επιπλώνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(13) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εφοδιάζω]] με έπιπλα, [[βάζω]] σε [[δωμάτιο]] ή σε [[σπίτι]] τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο [[σπίτι]], [[δωμάτιο]], [[γραφείο]]» <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έπιπλο]](-<i>ν</i>). Η λ. <i>επιπλώ</i>, -<i>όω</i> μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εφοδιάζω]] με έπιπλα, [[βάζω]] σε [[δωμάτιο]] ή σε [[σπίτι]] τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο [[σπίτι]], [[δωμάτιο]], [[γραφείο]]» <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έπιπλο]](-<i>ν</i>). Η λ. <i>επιπλώ</i>, -<i>όω</i> μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].<br /><b>(II)</b><br />ἐπιπλώνω (Μ)<br />[[εκτείνω]], [[απλώνω]] («ἐπήδησεν ὁ [[λέων]], καὶ ἐπιπλώσας τὴν οὐρὰν κατὰ τὰς πλευράς του», Διγ. Ακρ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(-ν). Η λ. επιπλώ, -όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
(II)
ἐπιπλώνω (Μ)
εκτείνω, απλώνω («ἐπήδησεν ὁ λέων, καὶ ἐπιπλώσας τὴν οὐρὰν κατὰ τὰς πλευράς του», Διγ. Ακρ.).